πεζοπόρος — going by land masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοπόρος — α, ο πεζοδρόμος, οδοιπόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζοπόρον — πεζοπόρος going by land masc/fem acc sg πεζοπόρος going by land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζοπόροισιν — πεζοπόρος going by land masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… … Wikipedia Español
βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην … Dictionary of Greek
δρομοκόπος — ο οδοιπόρος, πεζοπόρος, στρατοκόπος … Dictionary of Greek
ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… … Dictionary of Greek
πεζοδρόμος — ο / πεζοδρόμος, ον, ΝΜ αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek